Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2013-14

Β'  ΤΑΞΗ  ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ  ΓΕΝΙΚΟΥ  ΛΥΚΕΙΟΥ  ΠΑΤΡΑΣ






ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ  ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ

ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΗ ΕΛΕΝΗ
ΘΩΜΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ


Α' ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΚΟΤΣΑΝΑΣ  ΝΙΚΟΣ
ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΦΟΥΚΗ ΑΓΓΕΛΙΝΑ
ΦΟΥΣΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ


Β' ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΛΑΠΠΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΝΙΚΗ
ΣΟΛΔΑΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
ΧΥΣΑ ΑΝΔΡΕΑΣ

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Η Σταφιδική Κρίση και τα Αίτια της



   Το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας , από την απελευθέρωση μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, ήταν η σταφίδα. Το 1880 η  εξαγωγή σταφίδας κάλυπτε παραπάνω από το 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της χώρας και προς το τέλος του 19ου αιώνα ξεπέρασε το 60%. Η  ζήτηση στην Ευρωπαική αγορά ήταν τεράστια και η Ελλάδα η μοναδική χώρα που εξήγαγε  την εποχή αυτή σταφίδα, στην ουσία συμμετείχε στην διεθνή οικονομία μόνο με αυτό το προιόν.
Η Μεγάλη σταφιδική κρίση που ακολούθησε, ήταν αποτέλεσμα  της υπερπαραγωγής  και της μονοκαλλιέργειας της σταφίδας σε συνδυασμό με την γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας, όσον αφορά τους υπερδανεισμούς της και την αδυναμία πληρωμών και βέβαια συνθήκες εξωτερικού παράγοντα , όπως την ύφεση Ευρωπαικών οικονομιών  και το κυριότερο το κλείσιμο των Γαλλικών αγορών. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως το 1889 όταν οι Γαλλικές αμπελοφυτείες άρχισαν να αναρρώνουν, οι εισαγωγές έπεσαν  κατακόρυφα, από 69.500 βαρέλια το 1889 σε 21.700, και σε μόλις 3.100 το 1893. Εξίσου δραματική και η πτώση της τιμής: από 625 φράγκα ο τόνος το 1890, έπεσε σε στα 92 το 1893! Τέλος γίνεται λόγος και για κάποια αναρχοσοσιαλιστικά κινήματα , που ενώ επεδίωκαν μια λύση για το ζήτημα που είχε δημιουργηθεί, πιθανόν να όξυναν την κατάσταση.
Η σταφιδική κρίση του 1893, ίσως με κάποιες ενέργειες από την πλευρά του κράτους να είχε εξομαλυνθεί κάπως, εξ άλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που η χώρα θα ήταν αντιμέτωπη με μια τέτοια οικονομική δυσχέρεια, τα τελευταία 30 χρόνια το κράτος έιχε βρει τρόπους να αντιμετωπίσει και άλλες σταφιδικές κρίσεις -μικρότερης εμβέλειας όμως - με εξισορροπιστικούς μηχανισμούς και επιχειρηματικό πλάνο.Οι κυβερνήσεις  αρχικά πήραν το μέτρο της παρακράτησης ενός ποσοστού της τάξης του 15% της παραγωγής, ώστε να μειωθεί η προσφορά, παρόλα αυτά το πρόβλημα δεν λύθηκε.
Μερικά χρόνια αργότερα το 1899 γίνεται προσπάθεια να ιδρυθεί μια Σταφιδική Τράπεζα με σκοπό την δανειοδότηση των σταφιδοπαραγωγών και την διαχείρηση ποσότητας  παραγόμενης σταφίδας. Ενέργεια που δεν ευδοκίμησε.

Το 1903 η πρόταση από ξένο όμιλο επιχειρηματιών για μονοπωλιακή αγορά της σταφίδας για 20 χρόνια έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό από τους παραγωγούς. Το σχέδιο όμως δεν προχώρησε διότι αυτή η κίνηση δεν ευνοούνταν ούτε από την Ελληνική αλλά ούτε και από την Αγγλική κυβέρνηση.. Με την ματαίωση αυτής της ενέργειας δημιουργήθηκαν μέχρι και ένοπλες εξεγέρσεις που προτωστάτησαν αναρχοσοσιαλιστικές ομάδες. Αποτέλσμα ήταν να πέσει η Κυβέρνηση και να αναλάβει ξανά την πρωθυπουργία ο Θεοτόκης που ενεργοποίησε ξανά την Σταφιδική Τράπεζα ώστε να απορροφήσει ένα μεγάλο μέρος της υπερπαραγωγής ως φόρο σε είδος και ταυτόχρονα προσπάθησε να αποθαρρύνει την όποια επέκταση των καλλιεργειών σταφίδας.

  Η σταφιδική κρίση λοιπόν, βλέπουμε πως είχε ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης όσον αφορά την πτώχευση της Ελλάδας επί Τρικούπη, επίσης έχουμε την γέννηση των πρώτων λαικών κινημάτων, οι πρώτοι σοσιαλιστές και αναρχικοί   εμφανίστηκαν στην Πάτρα και στον Πύργο και όχι στην πόλη των Αθηνών.Τέλος  πυροδότησε την μαζική μετανάστευση πολλών Ελλήνων στην Αμερική εκεί κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα, όπου χιλιάδες  Έλληνες κυριώς από την Πελλοπόνησο, αναγκάστηκαν να αποχαιρετίσουν τα πάτρια εδάφη ευελπιστώντας ένα καλύτερο μέλλον.

Η Αθηνά Κακούρη περιγράφει με πολλή τέχνη στο μυθιστόρημα Πριμαρόλια την εποχή εκείνη στην Πάτρα.

Ο Γ. Σουρής έγραψε για τη σταφιδική κρίση:

Κι αν λείψει κάθε φόρος της, κι ας βάλουν πιο μεγάλο
εγώ ποτέ στο στόμα μου σταφίδα δεν θα βάλω
και ούτε θέλω να την δω ποτέ μου σε τραπέζι

κι ας κάνουν μόνο με αυτήν πουτίγκες οι Εγγλέζοι.


Το Πατρινό Καρναβάλι


  Από τα μέσα του 19ου αιώνα το όλο ένα ακμάζον εμπόριο την έχει ήδη καταστήσει σταυροδρόμι ανθρώπων και ιδεών. Πρόξενοι, έμποροι, η αγγλική, γερμανική και ιταλική παροικία κουβαλούν μαζί τους την κουλτούρα και τις συνήθειές τους κι οι Πατρινοί μαθαίνουν να τις αφομοιώνουν. Μαζί κουβαλούν και τα αποκριάτικα έθιμά τους που η Πάτρα δεν θα αργήσει να αγκαλιάσει.
Αφετηρία του Πατρινού Καρναβαλιού υπήρξε ο πρώτος αποκριάτικος χορός μετά την απελευθέρωση, που δόθηκε το 1829 στην οικία του εμπόρου Μωρέττη. Όμως το καρναβάλι, όπως και οι περισσότερες αποκριάτικες εκδηλώσεις στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια συνδέονται με αρχαίες παγανιστικές εκδηλώσεις και ιεροτελεστίες, όπως αυτές προς τιμή του Διονύσου. Μέσα στην καρδιά του χειμώνα, οι πιστοί με ειδικές γιορτές επικαλούνται τη θεότητα, η οποία ξαναγεννιέται για να φέρει και πάλι την Άνοιξη. Για να γυρίσουμε στη σύγχρονη περίοδο, ρόλο στην δημιουργία του Πατρινού Καρναβαλιού φέρονται να είχαν και οι γαλλικές δυνάμεις του στρατηγού Μαιζών , οι οποίες στάθμευαν στην πόλη μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Θεωρείται δηλαδή ότι μετέφεραν τα αποκριάτικα έθιμα της πατρίδας τους και τον καρναβαλικό τρόπο διασκέδασης τον οποίο προσέλαβαν οι ντόπιοι. Καθοριστική συνεισφορά στην εξέλιξη του θεσμού θεωρείται πως είχαν οι Επτανήσιοι, οι οποίοι συνέρρευσαν στην Πάτρα μετά την ένωση των Ιονίων με την Ελλάδα το 1864. Πιστεύεται ότι με το κέφι τους, την ευρηματική τους διάθεση και τη ζωντάνια τους οι νησιώτες έδωσαν άλλο χρώμα στις αποκριάτικες διασκεδάσεις στην Πάτρα, που λάμβαναν τότε χώρα σε ταβέρνες και καφενεία. Επιπλέον, η ίδια η θέση της πόλης με την αυξανόμενη ακμή του λιμανιού της και τις συχνές επαφές με τη Δύση και ιδίως με την Ιταλία, με τα περίφημα καρναβάλια της όπως αυτό της Βενετίας συνέβαλαν με τα χρόνια στη διαμόρφωση του καρναβαλιού ώστε ακόμα και σήμερα να διαθέτει αρκετά μεσογειακά και δυτικότροπα χαρακτηριστικά.
Οι αποκριάτικοι χοροί σταδιακά καθιερώνονται στους εμπορικούς κύκλους, οι χαμηλότερες τάξεις διασκεδάζουν πιο ταπεινά και... διονυσιακά και όταν Ζακυνθινοί και Κεφαλονίτες εγκαθίστανται στην πόλη μετά την ένωση των Ιονίων με την Ελλάδα το 1865 προσθέτουν στο ήδη ενδιαφέρον αποκριάτικο παζλ τη δυτικότροπη αποκριάτικη κουλτούρα τους που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις παρελάσεις.

Η εμφάνιση των πρώτων καρναβαλικών αρμάτων τοποθετείται χρονικά στη δεκαετία του 1870. Αξίζει να σημειωθεί πως τα άρματα τότε ήταν αποκλειστικά κατασκευές ιδιωτών, μόνο αργότερα ανέλαβε ο Δήμος Πατρέων έναν μεγάλο αριθμό κατασκευών. Στην ίδια δεκαετία, το 1872 οικοδομείται με συνεισφορές πλούσιων σταφιδεμπόρων το Θέατρο Απόλλων και φιλοξενεί αποκριάτικους χορούς, όπως ακριβώς και σήμερα, που συνεχίζει να έχει κεντρικό ρόλο στις καρναβαλικές εκδηλώσεις

Στα 1872 κτίζεται το Θέατρο Απόλλων στην πλατεία Γεωργίου Α' και τότε φαίνεται πως ξεκινά μία από τις κορυφαίες εκδηλώσεις του πατρινού καρναβαλιού, τα περίφημα Μπουρμπούλια. Ένας χορός στον οποίο συμμετέχουν όλα τα φύλα, όλες οι ηλικίες και τάξεις, όπου βρίσκουν διέξοδο όλα τα πάθη και οι κρυφές επιθυμίες αφού τα πρόσωπα μένουν προστατευμένα πίσω από τις μαύρες στολές του ντόμινο.
.
Το 1880 την ημέρα του Αγίου Αντωνίου κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες μπούλες (ομάδες μεταμφιεσμένων που τριγυρίζουν στις γειτονιές και με χιουμοριστική διάθεση κάνουν πλάκα σε φίλους, γνωστούς αλλά και άγνωστους). Το έθιμο αυτό τείνει στις μέρες μας να εκλείψει
Η έλευση του 20ού αιώνα βρίσκει την Πάτρα άκρως καρναβαλική, οι εορτασμοί σταδιακά οργανώνονται και παύουν να επαφίενται στις αυθόρμητες εκδηλώσεις των κατοίκων της.
 Όπως μαρτυρεί ο ιστορικός του Πατρινού Καρναβαλιού Νίκος Πολίτης την εποχή της Μπελ Επόκ διοργανώνονται ωραία καρναβάλια όπως τις χρονιές 1900, 1907, 1909 με τη συμμετοχή για πρώτη φορά ατόμων κάθε κοινωνικής τάξης και καταγωγής. Την εποχή εκείνη τοποθετείται και η εμφάνιση του εθίμου του αυγοπολέμου με κέρινα αυγά γεμάτα κομφετί (κατασκευασμένα σε ειδικές μηχανές) τα οποία έριχναν οι καρναβαλιστές από τα μπαλκόνια. Αν και το έθιμο αυτό έχει εξαφανιστεί σήμερα, θεωρείται πως αποτελεί πρόδρομο του σοκολατοπολέμου. Την αμέσως επόμενη δεκαετία τα πράγματα δεν είναι ευνοϊκά για το καρναβάλι, οι συνεχείς πόλεμοι και συγκρούσεις(Βαλκανικοί πόλεμοι, Α' Παγκόσμιος πόλεμος, Εθνικός διχασμός, Μικρασιατική εκστρατεία)στέλνουν τους άνδρες στο μέτωπο και φέρνουν στην πόλη οικονομική στενότητα και δυστυχία. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η κατάσταση δεν βελτιώνεται αισθητά, μόνο σποραδικές εκδηλώσεις μαρτυρούν την έλευση του Καρναβαλιού. Προφανή εξαίρεση αποτελούν τα εντυπωσιακότατα και ωραιότατα καρναβάλια των ετών 1938 και 1939. Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμοςς και ο συνακόλουθος εμφύλιος θα φέρουν μια δεκαετή αναγκαστική διακοπή.


           ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΧΟΡΟΙ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΝΟΥ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙΟΥ



Επίκεντρο της καρναβαλικής διασκέδασης οι χοροί των μεταμφιεσμένων, αποτελούν το κυριότερο και πλέον αναπόσπαστο στοιχείο της πατρινής αποκριάς.
Από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας (1828) και πολύ πριν εμφανιστεί το Καρναβάλι στην Πάτρα, ο χορός, η ταβέρνα, η μουσική και το τραγούδι στάθηκαν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της αποκριάτικης ψυχαγωγίας.

Σαν πρώτος χορός μεταμφιεσμένων αναφέρεται το μπαλ μασκέ που έγινε το 1829 στο σπίτι του έμπορου Μωρέτη, στο οποίο βρέθηκαν Πατρινοί και κυρίες που κάπνιζαν μακριές πίπες από γιασεμί. Λίγες μέρες μετά οι αρχές της πόλης και Γάλλοι αξιωματικοί πήραν μέρος στο χορό του κ. Γκριν. Την επόμενη χρονιά με αφορμή την επίσκεψη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια , , δίνεται ο πρώτος χορός με επίσημη διοργανωτική φροντίδα της πόλης για να τιμηθεί ο υψηλός επισκέπτης. Ο χορός φιλοξενήθηκε σε οίκημα της Πλατείας Αγίου Γεωργίου. Τότε σιγά - σιγά τ' αρχοντικά της Πάτρας θεωρούν σαν υποχρέωσή τους να διοργανώνουν χορούς μεταμφιεσμένων την περίοδο των Απόκρεω.
Στο κατώφλι του 20ου αιώνα οι χοροί δίνονται στο Δημαρχείο με φυσικό επακόλουθο να μην έχουν λαϊκή συμμετοχή. Το 1902 πάντως για πρώτη φορά έξω από το Δημοτικό Θέατρο στήνεται πατάρι όπου λαβαίνουν χώρα υπαίθριοι χοροί. Όταν στη δεύτερη δεκαετία αυτού του αιώνα δημιουργούνται οι κινηματογραφικές και θεατρικές αίθουσες: το ΙΝΤΕΑΛ, το ΠΟΛΥΘΕΑΜΑ (στην Πλατεία Όλγας, πρώην ΑΣΤΥ) και το ΑΧΑΪΚΟΝ (στην παραλία κάτω από τον Ι. Ν. Αγίου Ανδρέου) και αργότερα, το 1923 το ΠΑΝΘΕΟΝ, οι περισσότεροι και πιο εντυπωσιακοί χοροί θα δίνονται εκεί, όπως και στο Δημοτικό Θέατρο. Οι Πατρινοί χόρευαν τότε ελληνικούς χορούς και τους υπέροχους ξένους κάθε εποχής που κυριαρχούσαν: Πόλκα, Μαζούρκα, Τανγκό, Τσάρλεστον, Φοξ-τροτ. Παράλληλα με τις αίθουσες που προαναφέραμε οι Πατρινοί κατακλύζουν τα κέντρα της οδού Αγίου Νικολάου και τις σάλες των χοροδιδασκαλείων.

Το 1928 πραγματοποιείται για πρώτη φορά ο χορός της Ένωσης Συντακτών, που για σειρά ετών αποτελούσε κορυφαίο κοσμικό γεγονός της Πατρινής Αποκριάς.
Τα πολλά αξιόλογα πολιτιστικά σωματεία και σύλλογοι που από τα πρώτα χρόνια του μεσοπόλεμου έχουν δυναμική παρουσία στην καλλιτεχνική ζωή της πόλης, δεν είναι δυνατόν να απουσιάσουν από τις καρναβαλικές εκδηλώσεις. Μάλιστα αναπτύσσεται μια υγιής άμιλλα με στόχο τη διοργάνωση του καλύτερου χορού κι έτσι η στάθμη ανεβαίνει κατακόρυφα.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 19ος ΑΙΩΝΑΣ


                 

   Η ιστορία ενός τόπου συνδέεται άμεσα με τις οικονομικές σχέσεις που διαμόρφωσαν κι επηρέασαν την εξέλιξή του. Ο σύνδεσμος αυτός αποκτάει ξεχωριστή σημασία όταν πρόκειται για χώρους που η ανάπτυξή τους και η ζωή τους εξαρτήθηκε από συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες και εμπορικές δραστηριότητες των οποίων οι διακυμάνσεις καθοδήγησαν το κοινωνικό τους status, Για τη Πάτρα του 19 ου αιώνα ο χαρακτηρισμός της ως << το λιμάνι της σταφίδας >> φανερώνει την εξαρτησιακή σχέση του χώρου από το αγροτικό αυτό προϊόν, το οποίο ήταν η κύρια πηγή ευημερίας του, αλλά και η κύρια αιτία παρακμής του. Μελετώντας κανείς το ζήτημα της σταφίδας στις διάφορες πτυχές του μέσα και από τις παραμέτρους των διακυμάνσεων της σταφιδοπαραγωγής και του σταφιδεμπορίου, καθώς επίσης και τους κοινωνικούς αγώνες για τη προστασία των συμφερόντων των σταφιδοπαραγωγών, διαπιστώνει την άρρηκτη διαπλοκή της με τις τραπεζικές πρακτικές χρηματοδότησης του εμπορίου και της αγροτικής παραγωγής.

   Ένα θέμα πολύ βασικό για τη φυσιογνωμία των κατοίκων που εγκαταστάθηκαν στη πόλη των Πατρών και διαμόρφωσαν το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον της είναι η αναζήτηση των αιτίων που οδήγησαν στο εποικισμό της πόλης αυτής. Είναι γεγονός ότι μια βασική επίπτωση της βιομηχανικής επανάστασης στη λεκάνη της Μεσογείου ήταν η ενίσχυση του ρόλου των << πόλεων - λιμανιών >>, δηλαδή εμποροναυτικών κέντρων που ξεπήδησαν κι άκμασαν χάρη στο εισαγωγικό και εξαγωγικό τους εμπόριο. Τέτοιες πόλεις ήταν η Αλεξάνδρεια, η Σμύρνη, η Θεσσαλονίκη, η Ερμούπολη, η Τεργέστη, η Μασσαλία και η Πάτρα, οι οποίες λόγω της θέσης τους εξελίχθηκαν σε ανοικτούς τόπους εμπορίου. Από αυτές η Πάτρα αποτελεί αντιπροσωπευτική περίπτωση Ελληνικού εμποροναυτικού κέντρου μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα κατά τη περίοδο 1794 - 1814 διακινείτο μέσω του λιμανιού της το 30% των εξαγωγών της Πελοποννήσου, ενώ το 1867 το ποσοστό αυτό είχε ανέβη στο 54% και με τη πάροδο του χρόνου συνεχώς αυξανόταν, μέχρι το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου στα 1893.


                                               ΠΟΛΗ - ΛΙΜΑΝΙ



   Οι << πόλεις - λιμάνια >> με την εξωστρέφειά τους λειτουργούσαν ως συνδετικοί κρίκοι μεταξύ της ενδοχώρας τους που σε αρκετές περιπτώσεις παρήγαγε κάποιο χαρακτηριστικό εξαγώγιμο προϊόν ( για την Πάτρα η σταφίδα ) και των οικονομικών αλλαγών που ακολούθησαν τις βιομηχανικές εξελίξεις και με την άνθησή τους συνέβαλαν στο σχηματισμό και τη ανάπτυξη της εσωτερικής αγοράς. Η συνοχή των τόπων αυτών, με τον ανομοιογενή πληθυσμό, και τις πολιτισμικές αντιθέσεις, βασιζόταν κυρίως σε σχέσεις οικονομικού περιεχομένου ( κοινό συμφέρον ) που καθόριζαν τη κινητικότητα του πληθυσμού τους και τις εναλλαγές στις βαθμίδες της κοινωνικής πυραμίδας. Λόγω της συρροής ετερόκλητων πολιτισμικών ομάδων που προσπαθούσαν να διατηρήσουν τις ετερότητές τους και των επαφών με άλλα εμπορικά κέντρα, οι πόλεις αυτές ανέπτυξαν έναν ιδιότυπο κοσμοπολιτισμό.

   Σημαντικός παράγοντας αύξησης του πληθυσμού της Πάτρας ήταν η μετανάστευση από το εσωτερικό και από το εξωτερικό, η οποία συνετέλεσε ώστε στα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη των Πατρών να αριθμεί περίπου 40000 κατοίκους. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία 1870 - 1880 που θεωρείται περίοδος οικονομικής ανάπτυξης κι ευημερίας για τη Πάτρα, χάρη στη μετανάστευση ο πληθυσμός αυξήθηκε σημαντικά και συνέχισε να αυξάνεται μέχρι τα τέλη του αιώνα. Μεγάλος αριθμός από αυτούς που μετανάστευσαν στην Αχαϊκή πρωτεύουσα, είτε αναζητώντας απασχόληση σε ένα χώρο ο οποίος λόγω οικονομικής ανάπτυξης είχε ανάγκη τεχνικού και εργατικού δυναμικού, είτε κυνηγώντας ευκαιρίες για να επενδύσουν τα σημαντικά κεφάλαια που έφεραν μαζί τους, προέρχονταν από περιοχές του μέχρι τότε αλύτρωτου Ελληνισμού.

   Η προσπάθεια δε ευθυγράμμισης της τοπικής παραγωγής με τη παγκόσμια αγορά και η μονοκαλλιέργεια εξαγώγιμων προϊόντων και κυρίως της σταφίδας, είχαν σαν συνέπεια τη κάθοδο των ορεινών πληθυσμών και την αναστροφή της πληθυσμιακής πυκνότητας υπέρ των πεδινών και εις βάρος των ορεινών περιοχών, Εξίσου σημαντικοί παράγοντες για τη προσέλκυση των ορεινών πληθυσμών στα πεδινά ήταν οι ελπίδες για διανομή της γης και οι δυνατότητες που προσφέρονταν για τη δημιουργία μικρών ιδιοκτησιών, μέσω της καταπάτησης και σφετερισμού δημοσίων γαιών.


                                                     
                                             ΤΑ ΠΡΙΜΑΡΟΛΙΑ


   Τα Πριμαρόλια, τα πρώτα καράβια με το πολύτιμο φορτίο της πρώτης και καλύτερης σοδειάς μαύρης σταφίδας Βοστίτσα, έφευγαν από το λιμάνι του Αιγίου, της Πάτρας και άλλων πόλεων της ΒΔ Πελ/σου για τα μεγάλα λιμάνια της Ευρώπης του 19ου αιώνα, μέσα σε χαρές και γιορτές στην παραλία που κρατούσαν εως και δέκα πέντε μέρες. Η εξαιρετική ποιότητα της σταφίδας έφερε πλούτο στην περιοχή, τέτοιον που να μιλούμε για τον «πολιτισμό της σταφίδας» του 19ου αιώνα, την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου και τη διαβίωση σε συνθήκες ευμάρειας. Η σταφίδα της Αιγιάλειας και της Πελοποννήσου κράτησε για χρόνια τα ηνία των εξαγωγών της χώρας με ποσοστά άνω του 50%.

                                ΕΞΕΛΙΞΗ  ΣΤΑΦΙΔΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ


    Όλο το 19ο αιώνα αλματώδης ήταν η αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας. Μέχρη τις αρχές της δεκαετίας 1860 η καλλιέργεια της σταφίδας στη Πελοπόννησο είχε επεκταθεί σε 120 - 150.000 στρέμματα, που μέχρι τότε ήσαν ακαλλιέργητα και μετά τη προσάρτηση των ιονίων Νήσων 1864, προσετέθη και η δική τους παραγωγή και το σύνολο της παραγόμενης σταφίδας στην Ελληνική επικράτεια ξεπέρασε τα 100 εκατομμύρια ενετικές λύτρες και συνεχώς αύξανετε.

   Η ζήτησή της στην Ευρωπαϊκή αγορά ήταν μεγάλη και η αγροτική παραγωγη των Πατρών και της ενδοχώρας προσδέθηκε στη συγκυρία αυτή. Τα λιμάνια του Λονδίνου, Λίβερπουλ, Μασσαλίας, Τεργέστης, Άμστερνταμ και Οδησσού ήταν ο προορισμός των πλοίων που έφευγαν φορτωμένα με σταφίδα από τα λιμάνια των Πατρών, Κατακόλου, Καλαμάτας και Ζακύνθου. Από εκείπροϊόν διοχετεύετο οδικώς ή σιδηροδρομικώς στα μεγάλα αστικά κέντρα για να καταναλωθεί σαν ξηρός καρπός, για τη κατασκευή πουτίγκας και σταφιδόψωμου, σαν υλικό ζαχαροπλαστικής και από το 1850 και μετά για τη παρασκευή φθηνού σταφιδίτη οίνου και άλλων οινοπνευματοειδών ποτών. Έτσι η σταφίδα ανακηρύχθηκε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν του ελληνικ ύκράτους που κάλυπτε περισσότερο από 50% της συνολικής αξίας των εξαγωγων της χωρας.

   Παρά το υψηλό καλλιεργητικό κόστος οι Πατρινοί επιδόθηκαν με ζήλο στη καλλιέργεια αδιαφορώντας για το ότι το αμπέλι αρχίζει να καρποφορεί το πέμπτο έτος και φθάνει σε πλήρη καρποφορία το δέκατο και η καλλιέργειά του απαιτεί πολλές και εξειδικευμένες εργασίες, που λόγω της απουσίας μηχανικών μέσων δέσμευαν πολλά εργατικά χέρια.Κατά το χρονικό διάστημα από το Φλεβάρη μέχρι και τον Αύγουστο κάθε έτους παρητηρείτο μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών και ενόψει της μόνιμης έλλειψής τους τα εργατικά ημερομίσθια ανέβαιναν ανάλογα και με τις συγκυρίες και τις ειδικές γνώσεις του κάθε εργάτη ( χάραγμα κλημάτων κλπ ) και επιβάρυναν τη καλλιεργητική δαπάνη, η οποία μετά το 1850 επιβαρύνθηκε κι άλλο από τη χρήση του θειαφιού. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1860 η νέα καλλιέργεια κέρδισε μόνο στη Πελοπόννησο πάνω από 120000 νέων γαιών, που μέχρι τότε δεν καλλιεργούντο και το γεγονός αυτό συνοδεύτηκε από έναν εσωτερικό << αγροτικό εποικισμό >>, δηλαδή από τη κάθοδο μεγάλου τμήματος ορεινών πληθυσμών προς τις πεδιάδες.

   Χαρακτηριστικά, αρκετά μεγάλο μέρος του πληθυσμού της επαρχίας Καλαβρύτων κατευθύνθηκε προς τη Πάτρα και το Αίγιο. Πυκνή ήταν η επικοινωνία και μετακίνηση προς τη Πάτρα, ιδίως από τα μέρη της Ηπείρου, από όπου προήλθαν πολλά δυναμικά στοιχεία της πόλης,καθώς και από τη περιοχή της γειτονικής Αρκαδίας, η οποία τροφοδότησε τη τοπική αγορά εργασίας με πολλούς σταφιδοεργάτες και αρκετούς εμπορευόμενους και τεχνίτες. Η γειτνίαση με τα Επτάνησα ήταν σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης επαφών και εκροής εποίκων προς την Αχαϊκή πρωτεύουσα όπως συνέβη και με την Αιτωλοακαρνανία. Τέλος αρκετοί ήλθαν και από το Λιβόρνο , τη Χίο, τη Κρήτη, τη Τεργέστη και τη Σμύρνη.

    Αρκετοί από τους εποίκους που ήλθαν στην Πάτρα τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια μετέφεραν σημαντικά κεφάλαια τα οποία επένδυσαν στην αγροτική παραγωγή κυρίως της σταφίδας ή τα δάνειζαν στους ντόπιους για να τα χρησιμοποιήσουν για τη καλλιέργεια των κτημάτων τους. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Πάτρα είχε καθιερωθεί σαν το πρώτο σταφιδοεξαγωγικό λιμάνι και γενικά σαν το κύριο εισαγωγικό κι εξαγωγικό κέντρο προς τη Δύση με τη μεγαλύτερη κίνηση από όλα τα άλλα Ελληνικά λιμάνια ( το λιμάνι της σταφίδας ). Αυτό διήρκεσε μέχρι το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου ( 1893 ), το οποίο κατέφερε μεγάλο πλήγμα στο τοπικό εμπόριο.



                               Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ( 1850 )



   Η πρώτη σταφιδική κρίση εκδηλώθηκε τη δεκαετία 1850, όταν η φυλλοξήρα έπληξε τους σταφιδαμπελώνες, με συνέπεια να χρεοκοπήσουν πολλοί μεγάλοι εξαγωγικοί οίκοι. Στα τέλη δε της δεκαετίας του 1860 οι τιμές λόγω του ότι η βροχή είχε καταστρέψει τη παραγωγή, διατηρήθηκαν σε υψηλά επίπεδα, αλλά μετά συνεχίστηκε η πτωτική τάση. Ο πιο σημαντικός παράγοντας που επηρέαζε την οικονομική κατάσταση της Πάτρας, ήταν οι Ευρωπαϊκές οικονομικές κρίσεις, οι οποίες λόγω της κυρίαρχης θέσης της σταφίδας , είχαν άμεσο αντίκτυπο στην αγορά της πόλης.

   Η κρίση του σταφιδεμπορίου, που αποδίδεται στη μεγάλη παραγωγή σταφίδας και κατ επέκταση τη χαμηλή τιμή του προϊόντος, είχε καταστρεπτικές συνέπειες για πολλούς εμπόρους, δημιούργησε κλίμα ηττοπάθειας στην αγορά και οδήγησε σε περιορισμό της ζήτησης. Για αυτό το λόγο πολλοί παραγωγοί αναγκάσθηκαν να εξάγουν μόνοι τους τη σταφίδα που παρήγαγαν, αναλαμβάνοντας επιπλέον από τους κινδύνους της παραγωγής και αυτούς του εμπορίου.

   Ένα σημαντικός παράγοντας που ευνοούσε τη κερδοσκοπία ήταν και η ανυπαρξία αποθηκευτικών χώρων. Όταν άρχισαν να κτίζονται αποθήκες, για τη τοποθέτηση του καρπού οι οποίες βρίσκονται μέχρι σήμερα κατά μήκος του κεντρικού λιμανιού της Πάτρας.

   Ένα άλλο πλήγμα στη κερδοσκοπία και ιδίως στα σχέδια των τοκογλύφων, που εκμεταλλεύονταν την ανάγκη των παραγωγών για κεφάλαια κίνησης, επέφερε η καθιέρωση τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα των ενεχυρογράφων, με τα οποία ο παραγωγός μπορούσε, βάζοντας ενέχυρο την αποθηκευμένη σοδειά του, να δανεισθεί χρήματα με χαμηλό επιτόκιο, για να αντιμετωπίσει τα άμεσα έξοδά του ( καλλιεργητικά και έξοδα διαβίωσης ) Η διαμόρφωση της τιμής της σταφίδας αρχικά επηρεαζόταν από το τόπο παραγωγής. Εξάλλου το προϊόν κάθε παραγωγικού κέντρου διακρινόταν σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας, με ανάλογη διαβάθμιση στη τιμή. Και τέλος οι τιμές διαφοροποιούνταν αν ήταν άβρεχτη ή βρεγμένη η σταφίδα και ανάλογα με το χρόνο δηλαδή αν ήταν φετινής ή περυσινής σοδειάς ή η διάθεσή της γινόταν στην αρχή,το μέσον ή το τέλος της περιόδου.

Στα τέλη του 19ου αιώνα και αρχές 20ου αιώνα λειτουργούσαν στη Πάτρα οκτώ σταφιδοκαθαριστήρια , πέντε μεγάλα εργοστάσια προτύπων σταφιδομηχανών που χώριζαν το σταφιδόκαρπο σε τέσσερις έως πέντε ποιότητες, τέσσερα οινοπνευματοποιεία, έξι μεγάλα εργοστάσια οινοποιίας και Ο απόπλους στις αρχές κάθε Αυγούστου του πρώτου πλοίου που μετέφερε σταφίδα σε κάθε λιμάνι του εξωτερικού τα πριμαρόλια , έπαιρνε εορταστική μορφή για τη πόλη και χαιρετιζόταν με κανονιοβολισμούς, φωταψίες και σημαιοστολισμό του σκάφους. Με τη πάροδο όμως του χρόνου ιδίως από τη δεκαετία 1880, τα πριμαρόλια  λειτούργησαν επιζήμια για το εμπόριο, διότι δημιουργούσαν κλίμα ανταγωνισμού μεταξύ των σταφιδεμπόρων, για το ποιος θα φορτώσει πρώτος για το κάθε λιμάνι, ώστε να πετύχει καλύτερη τιμή και αδιαφορούσαν για τη ποιότητα. Έτσι για να προλάβουν τρυγούσαν νωρίτερα, ο καρπός κοβόταν άγουρος και μαζευόταν νωπός, κάτι που δελέαζε και τους παραγωγούς, αφού αύξανε το βάρος του κατά 15% έως 20%, αλλά υποβάθμιζε τη ποιότητα.

Γενικά τις ημέρες του καλοκαιριού η Πάτρα ζούσε σε ένταση και παρουσίαζε αυξημένη κινητικότητα, ιδίως στη παραλιακή ζώνη με αφορμή την έναρξη της σταφιδικής περιόδου που συνήθως ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου.

   Μέχρι το 1892 η οικονομική κατάσταση όσων ασχολούνταν με το εμπόριο της σταφίδας, ακόμα και των λαϊκότερων κύκλων ήταν πάρα πολύ καλή. Απόδειξη οι πολυτελείς κατοικίες και βίλες που χτίστηκαν, οι πολυτελείς ιδιωτικές άμαξες που διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης και οι πολλοί και μεγάλοι θίασοι, κυρίως ιταλικοί που περνούσαν πολύ συχνά από τη Πάτρα και έδιναν παραστάσεις. Για τις λαϊκότερες τάξεις τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν, ιδίως κατά τη σταφιδική περίοδο, ενώ υπήρχαν και τα << καφέ αμάν >> και << καφέ σαντάν >>, πολλές φορές πρόχειρα υπαίθρια παρατεταγμένα τα πιο πολλά σε όλο το μήκος της παραλίας.

Εξαιτίας της σταφιδικής κρίσης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1850 και είχε σαν πραγματική αιτία τη μεγάλη προσφορά του προϊόντος, ιδρύθηκε το 1858 στη Πάτρα από ντόπιους κτηματίες η Ελληνική Οινοποιητική Εταιρεία. Ένας από τους σκοπούς της σύμφωνα με το καταστατικό της, ήταν η μεταποίηση του σταφιδοκάρπου σε οίνους και οινόπνευμα, ώστε να αξιοποιείται η πλεονάζουσα παραγωγή και να συγκρατείται η τιμή. Η ίδρυση της εταιρείας αυτής ήταν η πρώτη συστηματική προσπάθεια αντιμετώπισης του σταφιδικού ζητήματος και επέκτασης της οινοποιητικής τέχνης από τα στενά της κατοίκον επεξεργασίας στο στάδιο της εκβιομηχάνισης.
 

  

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

ΠΆΤΡΑ - Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ


   



   H Πάτρα από παλιά ήταν μια πόλη <<εμπορική >> , μια πόλη που στηριζόταν και στηρίζεται στο εμπόριο. H γεωγραφική θέση της είναι αυτή που συνέβαλλε στη συγκέντρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από πολλά μέρη της Ελλάδας στη Πάτρα. Πιο συγκεκριμένα ένα ποσοστό του πληθυσμού καταλαμβάνουν τα πατριωτικά σωματεία και οι σύλλογοι Καλαβρυτινών και Κρητών που διατηρούνται από παλιά αλλά και ξένοι με κυριότερους Άγγλους , Γερμανούς και Ιταλούς.

   H αναγέννηση της Ελλάδας συνοδεύεται από το πολεοδομικό πρόγραμμα του Καποδίστρια από το οποίο πραγματοποιήθηκε και το πολεοδομικό σχέδιο του  Σταμάτη Βούλγαρη, άνθρωποι σημαντικοί για την ακμή της Πάτρας. Τον Ιανουάριο του 1929 ο Βούλγαρης υπέβαλε το σχέδιο στο Κυβερνήτη. Αυτό συνέβαλλε στην ανάπτυξη της πόλης, γεγονός που επιβεβαιώνεται με την αύξηση των στρεμμάτων με την πάροδο του χρόνου (από το 1858 μέχρι σήμερα).

   Mετά την απελευθέρωση το 1828 η Πάτρα ήταν κατεστραμμένη και έτσι ο Καποδίστριας το 1829 αναθέτει στο Βούλγαρη την πραγμάτωση του πολεοδομικού  σχεδίου που άρχισε το 1834. Ειδικότερα κάθε πολίτης έχτιζε το σπίτι του ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση. Πολλά από αυτά ακολούθησαν τον νεοκλασικισμό. Kαθώς η Πάτρα είχε επαφή με την Δυτική Ευρώπη που κυριαρχούσε αυτό το ρεύμα αλλά και γιατί μετά την απελευθέρωση το νέο κράτος ήθελε να προβληθεί. Αξίζει να σημειωθεί πως πολλά είναι τα χαρακτηριστικά του νεοκλασικισμού . Με λίγα λόγια αυτός διακρίνεται για τη χρήση μαρμάρου, τούβλου, πέτρας, της λεπτομερής διακόσμησης και τη χρήση αγαλμάτων. Βασικό στοιχείο της πόλης αποτελούν οι στοές, στοιχείο επιρροής από την Ιταλία αλλά και οι τοιχογραφίες που διακοσμούν το εσωτερικό ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων. Οι τοιχογραφίες εντοπίζονται σε όλα τα σπίτια και αναπαριστούν εικόνες από τη φύση, τη μυθολογία, την ιστορία και τη θρησκεία. Mετά το 1880 εμφανίζονται νέα ρεύματα όπως ο εκλεκτικισμός ο οποίος απευθύνεται  στα ανώτερα στρώματα.


H ΠΑΤΡΙΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ



Στα μέσα του 19ου αιώνα η πρωτεύουσα της Αχαΐας  λογαριαζόταν σαν το κύριο εξαγωγικό κέντρο του κράτους  (το λιμάνι της σταφίδας) και αυτό συνεχίστηκε μέχρι  το άνοιγμα του Ισθμού της Κορίνθου (1893) .Στην Πάτρα ήταν εμφανής η ευμάρεια του αστικού στοιχείου, με την έντονη κοινωνική ζωή και με την ανοικοδόμηση μεγαλοπρεπών κτιρίων στην Κάτω πόλη, που ήταν το κέντρο του εμπορίου. Σημαντικό μέρος του διαθέσιμου κεφαλαίου των εμπόρων διετέθη για την ανέγερση των πολυτελών  κατοικιών τους, απόδειξη της αφοσίωσής τους στην αναπαραγωγή ενός αστικότερου τρόπου ζωής. Χάρις στην πολυεθνική σύνθεσή της, η τοπική κοινωνία είχε έναν αέρα κόσμο-Πολιτισμού, με συνέπεια την υιοθέτηση δυτικότροπων συνηθειών στη συμπεριφορά, την διασκέδαση, το ντύσιμο και τις κοινωνικές συναναστροφές. Κύριοι φορείς των συμπεριφορών αυτών ήταν οι ξένοι έμποροι, που βρήκαν μιμητές στην ανώτερη κοινωνική τάξη, ενώ τα χαμηλότερα στρώματα εκφράζονταν με παραδοσιακές και  λαϊκές πολιτιστικές φόρμες. Όσο περνάει ο καιρός αρχίζει να επικρατεί η ευρωπαϊκή ενδυμασία.

   Από το  1837 λειτουργούσε στην  Πάτρα  «Λέσχη» που ήταν χώρος κοινωνικών συναθροίσεων της άρχουσας τάξης και συνέλευσης των εμπόρων, για να ενημερωθούν και να ανταλλάξουν εμπορικές πληροφορίες, να αποφασίσουν
Για τα διάφορα ζητήματα τους, να σχολιάσουν τις πολιτικές εξελίξεις και να διασκεδάσουν.
Οι ξένες κοινότητες  ξεχώριζαν στην τοπική κοινωνία κυρίως η αγγλική και η ιταλική. Η αγγλική παροικία γνώρισε μεγάλη ακμή μέχρι το 1940 και ήταν πάντοτε αντικείμενο θαυμασμού από τους ντόπιους, για τον τρόπο που ζούσαν τα μέλη της και της πολύμορφες δραστηριότητές τους.
Οι πρώτοι που έπαιξαν ποδόσφαιρο στην Πάτρα στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν τα παιδιά των Άγγλων σταφιδεμπόρων εγκατεστημένων στην πόλη και έκτοτε το νεοφανές άθλημα άρχισε να κερδίζει έδαφος. Πριν το 1900 ήταν γνωστό στην Πάτρα και  το τένις, που παιζόταν από τα μέλη της  ευρωπαϊκής παροικίας και ελάχιστους αυτόχθονες φίλους τους, γόνους πλουσίων οικογενειών. 

Μάλιστα το 1908 οι ξένοι πρόξενοι που   υπηρετούσαν στην πρωτεύουσα της Αχαΐας ίδρυσαν και λέσχη.Μια άλλη δυναμική κοινότητα ήταν των καθολικών, Ιταλών και Μαλτέζων στην συντριπτική πλειονότητά τους, η οποία στην καμπή του 19ου αιώνα έφτασε να αντιπροσωπεύει  το 5% του πληθυσμού της πόλης. Η οικονομική τους κατάσταση δεν ήταν όπως των μελών της αγγλικής παροικίας. Οι περισσότεροι ασχολούνταν με την αλιεία, εργάζονταν σε σταφιδαποθήκες ή ήταν τεχνίτες. Παρ’όλα αυτά είχαν σημαντική παρουσία στην κοινωνική ζωή της πόλης.

Το 1892 ίδρυσαν φιλαρμονική, η οποία έδινε το παρόν σε όλες τις εκδηλώσεις της παροικίας, ενώ το 1857 ιδρύθηκε καθολικό παρθεναγωγείο, στο οποίο φοιτούσαν και ορθόδοξες μαθήτριες.

Το 1910 λειτουργούσαν στην Πάτρα καθολικό σχολείο αρρένων επί της οδού Ζαΐμη, θηλέων επί της οδού Κορίνθου, ένα άλλο σχολείο δίπλα στον καθολικό ναό και  καθολικό νηπιαγωγείο.